Το εγχειρίδιο του Ευρωπαίου Διπλωμάτη-Τεχνοκράτη

Βιβλιοκριτική

Αλέξανδρος Γιαννής, Από το «Εγώ» στο «Εμείς». Εξωτερική Πολιτική στην εποχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Παγκοσμιοποίησης, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 2009, σελ. 144.

Διαβάζοντας το νέο βιβλίο του Αλέξανδρου Γιαννή με τίτλο «Από το «Εγώ» στο «Εμείς». Εξωτερική πολιτική στην εποχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Παγκοσμιοποίησης», ο αναγνώστης μπορεί να καταλήξει σε δύο βασικές παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι ότι το βιβλίο αποτελεί αναμφίβολα μια σημαντική συμβολή στη συζήτηση που διεξάγεται αναφορικά με το καίριο ερώτημα «γιατί υπάρχει ανάγκη για περισσότερη Ευρώπη». Η δεύτερη είναι ότι είναι δύσκολο για τη βασική θέση του βιβλίου, την οποία ο γράφων υιοθετεί σε μεγάλο βαθμό, να βρει απήχηση στο ελληνικό περιβάλλον ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι προϋποθέτει την ανάγκη αναγωγής του εθνικού συμφέροντος σε ευρωπαϊκό. Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί ότι ο συγγραφέας του βιβλίου, ως μελετητής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και της πολυμερούς διπλωματίας, και ως μέλος της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου της Ένωσης, διαθέτει την πνευματική ικανότητα και την απαιτούμενη πρακτική εμπειρία ώστε να αποπειραθεί μία τόσο απαιτητική ανάλυση.

Από κάθε άποψη, το βιβλίο θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί «Tο εγχειρίδιο του Ευρωπαίου Διπλωμάτη – Τεχνοκράτη» καθώς ο συγγραφέας με σαφήνεια επεξηγεί το raison d'être για την ανάληψη κοινής δράσης εκ μέρους της ΕΕ στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής δίνοντας έμφαση τόσο στην διαδικασία της «ενοποίησης», έναντι τόσο της επικράτησης του έθνους-κράτους όσο και της ιδιότυπης «συνύπαρξης» της realpolitik που αποτελεί το βασικό –σε κάποιο βαθμό- πλαίσιο δράσης των Ηνωμένων Πολιτειών ως παγκόσμιας δύναμης. Το βασικό επιχείρημα του Γιαννή είναι σαφές – η παγκοσμιοποίηση δεν απειλεί το έθνος-κράτος, αλλά αντιθέτως του υπαγορεύει τις προκλήσεις προσαρμογής του στο νέο πλαίσιο. Στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αυτό μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα στα πλαίσια της Ένωσης, η οποία αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινών διεθνών αξίων και δράσης. Με άλλα λόγια, η Ευρωπαϊκή Ένωση ως ο πιο αυθεντικός εκπρόσωπος ενοποιητικών αντιλήψεων στις διεθνείς σχέσεις επιτρέπει κατά τον καλύτερο –και πιο ανώδυνο– τρόπο την προσαρμογή των εθνών-κρατών στις προκλήσεις της διεθνούς τάξης. Ως εκ τούτου, για τον συγγραφέα, βρισκόμαστε ενώπιον πολλαπλών μεταβάσεων. Συγκεκριμένα, τη μετάβαση από το «εθνικό στο «ευρωπαϊκό», από το «ευρωπαϊκό» στο «παγκόσμιο», από το «διμερές» στο «πολυμερές». Συνολικά όλες αυτές συνοψίζονται στη θεμελιώδη μετάβαση από το «εγώ» στο «εμείς».

Σύμφωνα με το Γιαννή, η μετάβαση σε ένα πολυμερές ή τουλάχιστον ένα πιο συμμετοχικό μοντέλο διακυβέρνησης έχει ήδη ξεκινήσει και προς απόδειξη αυτού ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συγκεκριμένα απτά παράδειγματα. Αναφέρει το παράδειγμα των συνεργειών που δημιουργούνται στα πλαίσια του G20 –έναντι του προγενέστερου G8– για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, όπου τόσο η ΕΕ, όσο και ορισμένα κράτη μέλη του πυρήνα έχουν διαδραματίσει ηγετικό ρόλο. Επίσης, αναφέρεται στην πρωτοπόρα Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφάλειας του Δεκεμβρίου του 2003 που είναι ουσιαστικά η πρώτη προσπάθεια της Ένωσης να κωδικοποιήσει το σκεπτικό, στο οποίο βασίζεται η ανάληψη κοινής διεθνούς δράσης δίνοντας έμφαση στην «αποτελεσματική πολυμερή προσέγγιση» (“effective multilateralism”). Τέλος, σε επίπεδο εθνών-κρατών, επισημαίνει τις δύο πρόσφατες Λευκές Βίβλους της Γαλλίας που εστιάζουν στην εξωτερική πολιτική, στην άμυνα και στην εθνική ασφάλεια, που κάνουν συγκεκριμένη αναφορά στην ταύτιση των γαλλικών εθνικών συμφερόντων με αυτά της ΕΕ. Αντιστοίχως, στη Γερμανία το 2008, οι Χριστιανοδημοκράτες εξέδωσαν ένα κείμενο πολιτικής το οποίο χαρακτηρίζει τη στρατηγική εθνικής ασφάλειας της χώρας μέρος της «Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Ασφάλειας». Ακόμη και η Μεγάλη Βρετανία αναγνωρίζει – έστω και σε μικρότερο βαθμό από τους ευρωπαϊκούς εταίρους της – ότι το εθνικό συμφέρον της συνδέεται με το ευρωπαϊκό περιβάλλον. Άλλο παράδειγμα που καταδεικνύει το συσχετισμό μεταξύ των εθνικών και ευρωπαϊκών συμφέροντων στα οποία ο συγγραφέας δεν κάνει ιδιαίτερη μνεία περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τη μετονομασία των Υπουργείων Εξωτερικών της Αυστρίας και της Κροατίας σε Ομοσπονδιακό Υπουργείο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων και σε Υπουργείο Εξωτερικών και Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης αντιστοίχως.

Εντούτοις, το πρόβλημα που τίθεται εν προκειμένω για τον συγγραφέα είναι διττό. Από τη μία πλευρά, υπάρχουν κράτη που δεν έχουν κατορθώσει να κάνουν την υπέρβαση και να προσεγγίσουν την εξωτερική τους πολιτική και τους διακηρυγμένους της στόχους σε όρους που υπερβαίνουν την περιοριστική και παρωχημένη λογική του έθνους-κράτους (βλ. Ελλάδα), με αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλαπλών επίπεδων προσαρμογής στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την άλλη πλευρά, αν και ο ίδιος ο συγγραφέας αναμένει με ανυπομονησία την εφαρμογή της Συνθήκης της Λισαβόνας, ιδίως τις διατάξεις που αφορούν στην εξωτερική πολιτική, είναι ιδιαίτερα επικριτικός και χαρακτηρίζει τη διατήρηση της αρχής της ομοφωνίας στη λήψη αποφάσεων ως «τον ομφάλιο λώρο» της μετάβασης σε πιο συμμετοχικές και ενοποιητικές μορφές διακυβέρνησης σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.

Ως εκ τούτου, η ιδέα της περαιτέρω ολοκλήρωσης των ευρωπαϊκών αξιών και κανόνων για τους γείτονες της Ένωσης παραμένει όμηρος σε ανταγωνιστικά εθνικά συμφέροντα και υπάγεται σε μία γενικότερη λογική παίγνιου μηδενικού αθροίσματος. Υπο αυτήν την έννοια, ο συγγραφέας σχολιάζει αρνητικά (είναι ιδιαίτερα καυστικός) τη θέση της Ελλάδας έναντι της ΠΓΔΜ και τη στάση της στο ζήτημα της αναγνώρισης της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου, καθώς όπως υποστηρίζει ακυρώνουν ουσιαστικά το πνεύμα της ιστορικής διαδικασίας της ολοκλήρωσης στην Ευρώπη, όπως καταγράφηκε στην ευρωπαϊκή λύση στο ιστορικό πρόβλημα των γαλλο-γερμανικών σχέσεων.

Ο συγγραφέας ίσως κατηγορηθεί για αποστασιοποίηση από το εθνικό πλαίσιο λήψης αποφάσεων, όπως είναι η Αθήνα στην περίπτωση της Ελλάδας, και τις πραγματικότητες και τους περιορισμούς, στους οποίους υποβάλλεται η εξωτερική πολιτική των εθνικών κυβερνήσεων, συμπεριφορές που ενίοτε επιβάλλονται από τους ψηφοφόρους. Συνεπώς, αυτό που έχει ιδιαίτερη βαρύτητα στο ευρωπαϊκό ή στο πολυμερές επίπεδο, δεν χαίρει κατ 'ανάγκη της αντίστοιχης αποδοχής από τα κράτη μέλη. Επίσης, είναι δυνατόν η δύναμη της έλξης (power of attraction) της ΕΕ να μην είναι κατ’ ανάγκη από μόνη της αρκετή για τη μετάβαση από το «Εγώ» στο «Εμείς», αλλά να εξαρτάται και από την προθυμία των γειτονικών χωρών όπως η ΠΓΔΜ και η Τουρκία να υιοθετήσουν τα απαιτούμενα πρότυπα συμπεριφορών και τις αξίες ή τουλάχιστον να παρουσιάσουν την προθυμία να το πράξουν, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά με αυτόν τον τρόπο στη διαμόρφωση της πλατφόρμας, στο πλαίσιο της οποίας καλούνται να επαναπροσδιορίσουν τα εθνικά τους συμφέροντα.

Ωστόσο, το επιχείρημα του συγγραφέα ότι η ειρήνη θα πρέπει να συνιστά το βασικό πολιτικό στόχο της εξωτερικής πολιτικής χρειάζεται να γίνει κτήμα και του ελληνικού πολιτικού και ακαδημαϊκού κόσμου που στην πλειοψηφία του, δυστυχώς, εξακολουθεί να πιστεύει ότι το εθνικό συμφέρον προσδιορίζεται από το παρελθόν, όχι από το μέλλον. Αυτός ο στενός ορισμός του εθνικού συμφέροντος αναμφίβολα θα απομακρύνει την χώρα μας περισσότερο από την περαιτέρω διεθνοποίηση της ευρωπαϊκής ιδέας και θα περιορίσει τελικώς και τη δυνατότητά της να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της σύγχρονης διακυβέρνησης και της παγκοσμιοποίησης. Για το λόγο αυτό και μόνο, το βιβλίο αποτελεί σημαντική συμβολή στην εγχώρια συζήτηση περί εξωτερικής πολιτικής, και έρχεται να προστεθεί στις πολυσυζητημένες παρεμβάσεις της πρόσφατης αρθρογραφίας του καθ. Χρήστου Ροζάκη («Τρεις και μία σκέψεις για την Εξωτερική Πολιτική», Καθημερινή, 15 Μαρτίου 2009) ή και τη μηνιαία άρθρογραφία στην Καθημερινή ακαδημαϊκών, όπως ο Θεόδωρος Κουλουμπής, ο Λουκάς Τσούκαλης και ο Γιώργος Παγουλάτος.

Comments

Popular posts from this blog

Time for Closure in Cyprus: Keeping the Faith

Go Istanbul!

Juncker's 2025 Vision for Europe